παρομοίαν

παρομοίαν
παρομοίᾱν , παρόμοιος
closely resembling
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”